τραγή — η / τραγῆ, ΝΜΑ, και τραγέη Α δέρμα τράγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. έη / ῆ (πρβλ. λεοντ ῆ)] … Dictionary of Greek
τράγη — Α (κατά τον Ησύχ.) «πεπληγμένη, πεπηγυῑα» … Dictionary of Greek
τράγῃ — τράγω pres subj mp 2nd sg τράγω pres ind mp 2nd sg τράγω pres subj act 3rd sg τρώγω gnaw aor subj mp 2nd sg τρώγω gnaw aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TRAGEMA — Graece τράγημα, nomen comprehendens, iuxta Hierophilum, l. πῶς ὀφείλει διατᾶςθαι ἄνθρωπος εν ἑκάςτῳ μηνὶ, amygdalas, pistacia, nuces minutas, palmulas sive dactylos siccos, et quae ex his conficiuntur, coptas. Apud Myrepsum Α᾿ντίδοτος διὰ… … Hofmann J. Lexicon universale
τραγηφόρος — ον, Α αυτός που φορεί τραγή, δορά τράγου («τραγηφόροι αἱ κόραι Διονύσῳ ὀργιάζουσαι τραγὴν περιήπτοντο», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῆ + φόρος* (< φέρω)] … Dictionary of Greek